εντοπισμός

εντοπισμός
ο
εντόπιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εντοπισμός — ο βλ. εντόπιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπέρυθρο — Σύνολο μη ορατών ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών που εκτείνονται, κατά προσέγγιση, από τη μια πλευρά έως τα μικροκύματα, και από την άλλη έως το ορατό φάσμα από το μέρος του ερυθρού. Το μήκος κύματος λ του υ. περιλαμβάνεται, ως εκ τούτου, μεταξύ 0 …   Dictionary of Greek

  • εντόπιση — εντόπιση, η και εντοπισμός, ο 1. ο περιορισμός σε συγκεκριμένο χώρο, η παρεμπόδιση επέκτασης: Οι πυροσβέστες πέτυχαν τον εντοπισμό της πυρκαγιάς. 2. ο ακριβής καθορισμός της θέσης κρυμμένου πράγματος ή ατόμου: Έγινε ο εντοπισμός των φυγόδικων. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Верхняя Македония — Македонское царство Верхняя Македония (греч. Άνω Μακεδονία) или Македония верхнего Алиакмона (греч. άνω Αλιάκμων Μακεδονίαν)  исторический регион включавший в себя западные области …   Википедия

  • Σύβαρις — Αρχαία αποικία της Μεγάλης Ελλάδας, που ίδρυσαν τον 8o αι. π.Χ. στη δυτική ακτή του κόλπου του Τάραντα οι Αχαιοί της Πελοποννήσου. Η πόλη βρισκόταν σε απόσταση 3,5 χλμ. από τις σημερινές εκβολές του ποταμού Σύβαρη, όπου εντοπίστηκε από τις… …   Dictionary of Greek

  • δερματομάλις — ( ιος και εως), η εντοπισμός τής χρόνιας μάλιος* τού αλόγου στο δέρμα …   Dictionary of Greek

  • εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… …   Dictionary of Greek

  • θερμοεντοπισμός — ο τεχνολ. γενική ονομασία μεθόδων και συσκευών που χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό ενός σώματος με βάση τη θερμική ακτινοβολία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + εντοπισμός (< εντοπίζω). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. infrared… …   Dictionary of Greek

  • κυκλώνας — Σύστημα που συνδυάζει χαμηλές πιέσεις και ισχυρούς ανέμους. Αντίθετης μορφής είναι οι καλούμενοι αντικυκλώνες ή υφέσεις, που αποτελούνται από υψηλές πιέσεις και ανέμους σχετικά μικρής έντασης. Οι κ. αποτελούν μια βίαιη ατμοσφαιρική διατάραξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”